λανθανίδες

λανθανίδες
οι
χημ. συνοπτική ονομασία 15 μεταλλικών στοιχείων, που παριστάνονται με το κοινό σύμβολο Ln και ανήκουν στην ΙΙΙb ομάδα τού περιοδικού συστήματος, πρώτο μέλος τή οποίας είναι το λανθάνιο, αλλ. σπάνιες γαίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυσπρόσιο — Τρισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Dy· ανήκει στην ομάδα των σπάνιων γαιών (λανθανίδες) και έχει ατομικό αριθμό 66. Είναι γνωστά έξι ισότοπά του. Το δ. ανακαλύφθηκε το 1886 από τον Γάλλο χημικό Πολ Εμίλ Λεκόκ ντε Μπουασμποντράν (1838 1912),… …   Dictionary of Greek

  • θούλιο — το χημ. μεταλλικό στοιχείο που ανήκει στις σπάνιες γαίες (λανθανίδες). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thulium < λατ. Thule < Θούλη (όπως ονομαζόταν από τους αρχαίους η βορειότερη χώρα τής Ευρώπης) + ium] …   Dictionary of Greek

  • λανθανιδικός — ή, ό χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λανθανίδες («λανθανιδική συστολή» η σταθερή ελάττωση τού μεγέθους τών ατόμων τών σταχείων τής σειράς τών λανθανιδών και τών αντίστοιχων ιόντων τους ανάλογα με την αύξηση τού ατομικού αριθμού από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”